- λοίσθιος
- λοίσθιος n. s. pro adv.,1 last of all, finally εἴ ποτε χειμέριον πῦρ ἐξίκηται λοίσθιον (sc. δρῦς) P. 4.266
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
λοίσθιος — last. masc nom sg λοίσθιος last. masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λοίσθιος — α, ο (Α λοίσθιος, ία, ον, θηλ. και ος) έσχατος, τελευταίος, ύστατος («τὰ λοίσθι αἰτεῑ τοῡ βίου», Σοφ.) νεοελλ. φρ. «πνέει τα λοίσθια» βρίσκεται στα τελευταία του, εκπνέει, ψυχορραγεί αρχ. (το ουδ. έναρθρο ή άναρθρο ως επίρρ.) (τὸ) λοίσθιον στο… … Dictionary of Greek
λοίσθιον — λοίσθιος last. masc acc sg λοίσθιος last. neut nom/voc/acc sg λοίσθιος last. masc/fem acc sg λοίσθιος last. neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λοισθίων — λοίσθιος last. fem gen pl λοίσθιος last. masc/neut gen pl λοίσθιος last. masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λοισθίοις — λοίσθιος last. masc/neut dat pl λοίσθιος last. masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λοισθίου — λοίσθιος last. masc/neut gen sg λοίσθιος last. masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λοισθίῳ — λοίσθιος last. masc/neut dat sg λοίσθιος last. masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λοίσθια — λοίσθιος last. neut nom/voc/acc pl λοίσθιος last. neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λοίσθι' — λοίσθια , λοίσθιος last. neut nom/voc/acc pl λοίσθια , λοίσθιος last. neut nom/voc/acc pl λοίσθιε , λοίσθιος last. masc voc sg λοίσθιε , λοίσθιος last. masc/fem voc sg λοίσθιαι , λοίσθιος last. fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λοισθία — λοισθίᾱ , λοίσθιος last. fem nom/voc/acc dual λοισθίᾱ , λοίσθιος last. fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λοίσθος — (I) λοῑσθος, ον (Α) έσχατος, ύστατος, λοίσθιος («θάνατος λοῑσθος ἰατρὸς κακῶν», Σοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Κατά την επικρατέστερη άποψη < *λοιhισ θFoς, σύνθ. λέξη της οποίας το α συνθετικό συνδέεται ετυμολ. με το συγκριτικού βαθμού γερμ … Dictionary of Greek