λοίσθιος

λοίσθιος
λοίσθιος n. s. pro adv.,
1 last of all, finally εἴ ποτε χειμέριον πῦρ ἐξίκηται λοίσθιον (sc. δρῦς) P. 4.266

Lexicon to Pindar. . 2010.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • λοίσθιος — last. masc nom sg λοίσθιος last. masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λοίσθιος — α, ο (Α λοίσθιος, ία, ον, θηλ. και ος) έσχατος, τελευταίος, ύστατος («τὰ λοίσθι αἰτεῑ τοῡ βίου», Σοφ.) νεοελλ. φρ. «πνέει τα λοίσθια» βρίσκεται στα τελευταία του, εκπνέει, ψυχορραγεί αρχ. (το ουδ. έναρθρο ή άναρθρο ως επίρρ.) (τὸ) λοίσθιον στο… …   Dictionary of Greek

  • λοίσθιον — λοίσθιος last. masc acc sg λοίσθιος last. neut nom/voc/acc sg λοίσθιος last. masc/fem acc sg λοίσθιος last. neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λοισθίων — λοίσθιος last. fem gen pl λοίσθιος last. masc/neut gen pl λοίσθιος last. masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λοισθίοις — λοίσθιος last. masc/neut dat pl λοίσθιος last. masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λοισθίου — λοίσθιος last. masc/neut gen sg λοίσθιος last. masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λοισθίῳ — λοίσθιος last. masc/neut dat sg λοίσθιος last. masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λοίσθια — λοίσθιος last. neut nom/voc/acc pl λοίσθιος last. neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λοίσθι' — λοίσθια , λοίσθιος last. neut nom/voc/acc pl λοίσθια , λοίσθιος last. neut nom/voc/acc pl λοίσθιε , λοίσθιος last. masc voc sg λοίσθιε , λοίσθιος last. masc/fem voc sg λοίσθιαι , λοίσθιος last. fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λοισθία — λοισθίᾱ , λοίσθιος last. fem nom/voc/acc dual λοισθίᾱ , λοίσθιος last. fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λοίσθος — (I) λοῑσθος, ον (Α) έσχατος, ύστατος, λοίσθιος («θάνατος λοῑσθος ἰατρὸς κακῶν», Σοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Κατά την επικρατέστερη άποψη < *λοιhισ θFoς, σύνθ. λέξη της οποίας το α συνθετικό συνδέεται ετυμολ. με το συγκριτικού βαθμού γερμ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”